ὁλκῶν

ὁλκῶν
ὁλκάζω
draw
fut part act masc voc sg
ὁλκάζω
draw
fut part act neut nom/voc/acc sg
ὁλκάζω
draw
fut part act masc nom sg (attic epic ionic)
ὁλκή
drawing
fem gen pl
ὁλκός 1
drawing to oneself
fem gen pl
ὁλκός 1
drawing to oneself
masc/neut gen pl
ὁλκός 2
machine for hauling
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ακροκέραια — τα (Α ἀκροκέραια) (Ν και ακροκέραιο, το, Μ και ἀκρόκερα, τα) τα άκρα τής κεραίας τών πλοίων νεοελλ. το καθένα από τα δύο άκρα τής σταυρωτής κεραίας που αρχίζει από το τραχήλωμα τών ολκών και είναι λεπτότερο από την άλλη κεραία (κν. πινό). [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • ολκοξόος — ο εργαλείο που χρησιμοποιείται για την κατασκευή ολκών, δηλαδή αυλάκων, γλυφών ή εντομών σε μεταλλικά τεμάχια ή σε ξύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολκή + ξόος (< ξέω), πρβλ. λιθο ξόος. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

  • ολκώ — ὀλκῶ (Α) [ολκή] (κατά τον Ησύχ.) «ὀλκῶν ἐφέλκων» …   Dictionary of Greek

  • σκάντζα — η, Ν [σκαντζάρω] 1. ναυτ. α) αλλαγή, αντικατάσταση β) μεταβολή τών ολκών ή πλαγιαστήρων ή τών προπόδων, ιδίως κατά τις αναστροφές 2. φρ. «σκάντζα βάρδια» ναυτ. αλλαγή βάρδιας, αλλαγή σκοπιάς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”